- χάλυβας
- ο1. κράμα σιδήρου με μικρή ποσότητα άνθρακα, σκληρό μέταλλο, ατσάλι.2. καθετί που έχει ιδιότητες παρόμοιες μ’ αυτές του χάλυβα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Χάλυβας — Χάλυψ the Chalybes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατσάλι — Βλ. λ. χάλυβας. * * * το (Μ ατσάλι) 1. ο χάλυβας 2. ο θώρακας της πανοπλίας νεοελλ. οτιδήποτε έχει μεγάλη αντοχή και είναι σκληρό και άκαμπτο όπως ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) azzal] … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
υπερευτηκτοειδής — ές, Ν (χημ. μεταλργ·) 1. χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτοειδούς αναλογίας 2. φρ. «υπερευτηκτοειδής χάλυβας» (μεταλργ.) χάλυβας με περιεκτικότητα 0,9% 1,3% σε άνθρακα, ο… … Dictionary of Greek
Железо — (Ferrum) Металл железо, свойства металла, получение и применение Информация о металле железо, физические и химические свойства металла, добыча и применение железа Содержание Содержание Определение термина Этимология История железа Происхождение… … Энциклопедия инвестора
Железный век — Оружие и украшения железного века Железный век эпоха в … Википедия
διάλυμα — Ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων συστατικών. Τα δ. μπορεί να είναι υγρά (στερεό, υγρό ή αέριο σε υγρό), στερεά (στερεό σε στερεό, όπως π.χ. τα κράματα, ή και αέριο σε στερεό) και αέρια μείγματα. Το δ. αποτελείται από τον διαλύτη που είναι η… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
ταχυχάλυβας — ο, Ν (μεταλλ.) χάλυβας προοριζόμενος για κατασκευή εργαλείων κοπής που λειτουργούν με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς η επερχόμενη θέρμανσή τους να ελαττώνει τη σκληρότητά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. acier rapide < acier … Dictionary of Greek